- ελίσιος, -ια, -ιο
- 1. που είναι από το δέντρο ή τον καρπό της ελιάς: Ελίσια βέργα. – Ελίσια κουκούτσια.2. που είναι από ξύλο ελιάς: Ελίσιο έπιπλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.